- άαπτος
- ἄαπτος -ον (Α)συνήθως ερμηνεύεται: αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει, ακαταμάχητος, ακατάβλητος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τής λ. με το ἅπτομαι πιθ. να οφείλεται σε παρετυμολογία, εάν το α- αντί αν- δεν δικαιολογείται από τη δασεία του ἅπτομαι. Οι σχολιαστές παραδίδουν τύπο ἄεπτος και τόν ετυμολογούν συνήθως, ανάλογα με τα χωρία, από το εἰπεῖν (= άρρητος, άφατος) ή από το ἕπομαι (= αυτός που δεν μπορεί να ακολουθήσει). Το ἄεπτος θεωρήθηκε από ορισμένους ο αρχικός τύπος (< *ἄFεπτος= άρρητος, άφατος, απερίγραπτος: χείρες ἄεπτοι = χέρια τών οποίων το μέγεθος δεν μπορεί να ειπωθεί), που συναιρέθηκε σε *ἆπτος (πρβλ. ἀπτοεπής < *ἀ-Fεπτο-Fεπής = αυτός που λέει ό,τι δεν πρέπει να ειπωθεί) και τελικά, με διέκταση, έγινε ἄαπτος].
Dictionary of Greek. 2013.